- γογγρίον
- γογγρίον, τό, Dim. of γόγγρος, Sch.Opp.H.1.113.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γογγρίον — γογγρίον, το (Α) [γόγγρος] μικρός γόγγρος … Dictionary of Greek
γογγρία — γογγρίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουγγρί — το ζωολ. κοινή ονομασία τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας congridae, γνωστών και με τη λόγια ονομασία γόγγρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γογγρίον, υποκορ. τού γόγγρος «είδος ψαριού», με παρετυμολ. επίδραση τού μουγγρίζω] … Dictionary of Greek